- χρυσοχόος
- orfèvre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χρυσοχόος — χρυσοχόος, ο και χρυσικός, ο ο ειδικός τεχνίτης για την κατεργασία του χρυσού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρυσόχοος — one who melts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόχοος — one who melts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόος — χρῡσοχόος , χρυσοχόος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόος — ο, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χρυσοχός Ν, και συνηρ. αττ. τ. χρυσοχοῡς Α τεχνίτης που κατεργάζεται τον χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα αρχ. αυτός που καθαρίζει χρυσοφόρο άμμο ή λειώνει χρυσοφόρο ορυκτό για να βγάλει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χόος… … Dictionary of Greek
χρυσοχόοις — χρυσόχοος one who melts masc dat pl χρῡσοχόοις , χρυσοχόος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόου — χρυσόχοος one who melts masc gen sg χρῡσοχόου , χρυσοχόος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόους — χρυσόχοος one who melts masc acc pl χρῡσοχόους , χρυσοχόος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόων — χρυσόχοος one who melts masc gen pl χρῡσοχόων , χρυσοχόος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόῳ — χρυσόχοος one who melts masc dat sg χρῡσοχόῳ , χρυσοχόος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοχόοις — Χρυσόχοος one who melts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)